Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

compromise solution


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο compromise παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: solution

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
compromise n (agreement)συμβιβασμός ουσ αρσ
 The rivals agreed on a compromise and stopped fighting.
 Οι αντίπαλοι συμφώνησαν σε έναν συμβιβασμό και σταμάτησαν τις εχθροπραξίες.
compromise vi (reach agreement by negotiating)συμβιβάζομαι ρ αμ
 After much discussion and negotiation, the two companies finally compromised.
 Μετά από πολλές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, οι δυο εταιρείες τελικά συμβιβάστηκαν.
compromise vi (make concessions)συμβιβάζομαι ρ αμ
  κάνω συμβιβασμούς περίφρ
 Samantha has always compromised in her marriage.
 Η Σαμάνθα πάντα κάνει συμβιβασμούς στον γάμο της.
compromise on [sth] vi + prep (accept [sth] substandard) (σε κτ, σχετικά με κτ)συμβιβάζομαι ρ αμ
  (σε κτ, σχετικά με κτ)κάνω συμβιβασμούς περίφρ
 It's better to compromise on location than safety when purchasing a house.
 Είναι καλύτερα να κάνεις συμβιβασμούς όσον αφορά την περιοχή και όχι την ασφάλεια όταν αγοράζεις σπίτι.
compromise [sth] vtr (put at risk)διακινδυνεύω, διακυβεύω ρ μ
  θέτω σε κίνδυνο περίφρ
 Flying a plane that has not been inspected properly compromises the safety of everyone on board.
 Η πτήση ενός αεροπλάνου που δεν έχει σωστά ελεγχθεί θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια όλων των επιβαινόντων.
compromise [sb] vtr (jeopardize reputation, etc.)διακυβεύω το όνομα κάποιου, διακυβεύω την υπόληψη κάποιου περίφρ
  δυσφημίζω, δυσφημώ, διασύρω ρ μ
 The leader's connection with a known fraudster has compromised him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
reach a compromise v expr (find a mutually-acceptable solution)βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, προβαίνω σε συμβιβασμό ρ μ
  συμβιβάζομαι ρ αμ
 It's hard for people to reach a compromise when their goals are very different.
without compromise adv (by making no concessions)χωρίς συμβιβασμούς φρ ως επίρ
  ασυμβίβαστα, αδιάλλακτα επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση compromise solution στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «compromise solution».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!